καταπιάνω

καταπιάνω
(Μ καταπιάνω)
νεοελλ.
ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω
νεοελλ.-μσν.
1. αρχίζω να κάνω κάτι
2. μέσ. καταπιάνομαι
α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι
β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος
γ) αρραβωνιάζομαι
μσν.
μέσ.
1. κυριεύομαι από κάτι
2. φανερώνω, ξεσκεπάζω πράξεις κάποιου
3. τακτοποιούμαι
4. μπλέκομαι, περιπλέκομαι με κάτι άλλο («τὰ κλαδία τῶν δένδρων ἦσαν ὠσὰν καταπιασμένα ἕνα μὲ τὸ άλλον», Διγ. Ακρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακατάπιαστος — η, ο [καταπιάνω] 1. εκείνος, με τον οποίο δεν έχει καταπιαστεί κάποιος, δεν τόν έχει αρχίσει «πρόβλημα ακατάπιαστο», «οικοδομή ακατάπιαστη» 2. αυτός που δεν έχει ασχοληθεί με κάτι, ο άπειρος «ακατάπιαστος στην τέχνη» 3. όποιος δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • κατάπιασμα — το (Μ κατάπιασμα) [καταπιάνω] νεοελλ. 1. πρόχειρο ράψιμο, βελόνιασμα, τρύπωμα, μπάλωμα 2. μτφ. μνηστεία, αρραβώνας μσν. 1. εγχείρημα, πολεμικό τέχνασμα 2. πολεμικές προετοιμασίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”